“Εκεί τον φτάσανε τον Έλληνα” (4)

2skitso-7-thumb-large

26/1/2012

(από έναν φίλο)

Μια ξεφτισμένη ξανθιά με αυτοπεποίθηση. Οι ρυτίδες βαθούλωναν τα μάτια της που λαμπύριζαν από σιγουριά και θέληση που αποχαλίνωνε το αλκοόλ της προχωρημένης βραδιάς που πότιζε την προχωρημένη της ηλικία. Ίσως και η ανόητη μουσική του μέρους. Τον έπιασε και του είπε: «μου θυμίζεις έναν φίλο μου από την Ιταλία. Είστε κι εσείς Μεσογειακοί. Θα σε γαμούσα.»
Εκείνος της είπε ότι δεν είναι ωραίο να μιλάει έτσι. Ότι δεν δείχνει σεβασμό έτσι για τους άλλους. Δεν του άρεσε, είπε, για να έκανε μια κάποια υποχώρηση. Δεν του άρεσε ούτε η όψη, ούτε και ο τρόπος της.
«Συμπαθώ τον πρωθυπουργό σας» είπε εκείνη. «Τον τραπεζίτη;» «Και αυτόν.
Κυρίως τον προηγούμενο όμως, τον Γιώργος Παπανδρέου (Giorgos Papandreou). Του έκανα συνέντευξη» (δεν ανέφερε αν τους γάμησε αυτούς ή αν θα τους γαμούσε –φαντάζομαι πως ναι όμως).
Πάνω σε αυτή την πρόκληση, αυτή την επίθεση άγνοιας, εκείνος απάντησε «είναι φασίστες και οι δύο». Το είπε αυτό για να σοκάρει, παραδέχθηκε. Για να πει σε εκείνη την άκυρη στιγμή, ανάμεσα στα ποτά, στις χυδαίες προτάσεις (η λέξη «γαμάω» ήταν το κομβικό σημαίνον της επιχειρηματολογίας της, ίσως και των αξιών –κινήτρων της, ως χαρακτηριστικό είδος του ανθρώπου «των αγορών» που «πασχίζει να ικανοποιήσει τα ιδιωτικά του συμφέροντα» «θέλω να σε γαμήσω» φέρεται να του ξαναείπε, σε μια αντιστροφή της γυναικείας απελευθέρωσης σε μια εντροπική φάση, «φαντάσου να πάω σε μια γυναίκα άγνωστη και να της πω θέλω να σε γαμήσω» μου είπε ο φίλος γελώντας όσο εξιστορούσε τι είχε εκτυλιχθεί) – μα και στις ευαισθησίες για «προσωπικότητες» μιας φαντασμένης απολιτικής μεσόκοπης – κάτι πέραν εκείνου του άκρου που βύθιζε την κοινωνία, την σκέψη, την συζήτηση, στον φασισμό μασκαρεμένο με «ρεαλισμό» ξανά και ξανά, σε διαφορετικές εκδοχές, λέξεις, εικόνες και πρόσωπα.
«Όχι» είπε εκείνη. «Ναι» αντέτεινε αυτός «Ναι αλλά κι εσείς γαμήσατε τους εαυτούς σας» συνέχισε εκείνη, σίγουρη για όσα έλεγε.
«Όχι, το καπιταλιστικό σύστημα είναι υπεύθυνο για όλα!» είπε εκείνος άγαρμπα, έχοντας χάσει την ψυχραιμία του.
«Όχι!» φώναξε εκείνη, χάνοντας με τη σειρά της την δική της ψυχραιμία, σα να θίγονταν κάτι δικό της, γνωρίζοντας στο βάθος ότι αυτή ήταν η αλήθεια που έπρεπε πάση θυσία να διαφυλάξει το σινάφι της, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος του. Ίσως στο βάθος να ήξερε ότι όσα καταλόγιζε στους «Έλληνες», αφορούσαν τα αδιέξοδα της δικής της κοινωνίας, της δικής της ζωής. Και επειδή τον πίστευε τον καπιταλισμό σαν αλήθεια, και λάτρευε το χρήμα σαν Θεό.
«Ναι! Ο καπιταλισμός κατέστρεψε όλο τον κόσμο!»
«Όχι!» ξαναέκανε εκείνη «ο καπιταλισμός δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Εσείς δεν πληρώνατε φόρους και δεν δουλεύατε» (τουλάχιστο αναγνώριζε ότι υπάρχει καπιταλισμός).
«Αυτή είναι άθλια προπαγάνδα που τα μήντια σας ταΐζουν. Αυτά είναι ψέματα!»
(Έστω και αν η συζήτηση γινόταν με χοντρότητες, το θέμα γι’ αυτόν ήταν στρατηγικό).
«Θέλεις να πάμε έξω και να μαλώσουμε, ή να πάμε έξω και να γαμηθούμε» είπε τότε εκείνη. Εκείνος δεν απάντησε. Δεν ένιωσε κανένα κομπλιμέντο με τις προτάσεις αυτές. Από τη μία δεν του άρεσε εκείνη, από την άλλη ο τρόπος και η ιδεολογία της βρωμούσαν τις πιο χυδαίες όψεις. Τις αποκρουστικές όψεις αυτής της κοινωνίας που ήθελε ο ίδιος να επιτεθεί και να πολεμήσει, πρώτα μέσα του. Μα και κυρίως, γιατί τα λόγια της εκείνα έδειχναν ότι δεν τον σεβόταν και ότι θεωρούσε πως είχε τον έλεγχο, γιατί τάχα «ήξερε» τι θέλουν αυτοί οι νότιοι.
Επανέλαβε την πρόταση της, με περισσότερο θάρρος.
«Μη μιλάς έτσι» είπε εκείνος.
«Είσαι ηλίθιος» του είπε αυτή. Και έπειτα δυνατά: «Ο φίλος σας είναι ωραίος μα ηλίθιος» (‎”cuteness is the handmaiden of subjugation”).
«Εσύ είσαι ηλίθια» είπε εκείνος, κοιτάζοντας την. Είχε μάθει να ελέγχει το σοκ. Κυρίως είχε δει ότι άνθρωποι σαν του λόγου της, είναι προβλέψιμοι στους τρόπους τους, συχνά. Το βασικό που έπρεπε να κάνει ήταν να μην ψαρώσει. Αυτή ήθελε να γαμηθεί και προκαλούσε. Αυτός ήθελε να της τα χώσει. Δεν ήταν βέβαια αρκετό αυτό αλλά εκείνη ήταν σίγουρη και έσφυζε από θράσος. Δεν χωρούσε αμηχανία.
«Είδαμε τι έγινε και στη Σοβιετική Ένωση» είπε αυτή, ανασύροντας το μεγαλειώδες επιχείρημα του τέλους της ιστορίας.
«Είδαμε τι έκανε και ο καπιταλισμός σε όλο τον κόσμο!»
«Τι δουλεία έχεις στη χώρα μου τότε;» συνέχισε εκείνη «Γιατί είσαι εδώ;» ρώτησε, θεωρώντας ότι είχε δικαίωμα να το κάνει, καθότι η χώρα της άνηκε.
«Εσύ τι κάνεις εδώ;» απάντησε τότε αυτός;
«Εδώ είναι η χώρα μου» έκανε αυτή, ελαφρώς σαστισμένη.
«Έχω κάθε λόγο να είμαι εδώ. Εσύ ποιά είσαι και κάνεις τέτοιες ερωτήσεις; Είμαι άνθρωπος και έχω δικαίωμα να βρίσκομαι οπουδήποτε για τους λόγους μου. Δεν θα δώσω λόγο ούτε σ’ εσένα ούτε και σε κανέναν άλλο γι’ αυτό» είπε, γνωρίζοντας ότι με την εκτεταμένη του απάντηση, έδινε κάποιο λόγο, σα να αναγνώριζε ότι ήταν ξένος. Αυτή ήταν η οδός για να μην είναι ξένος όμως. Αυτή ήταν η οδός για να τον γνωρίσουν όπως ήταν. Γι’ αυτό τα έλεγε όλα εκείνα.
«Είσαι φασίστρια» της είπε. Ένας ‘συμπατριώτης’ της που άκουγε δίπλα, έδειξε συγκατάβαση. «Ναι, είσαι» της είπε.
«Υπάρχουν άνθρωποι ακόμα και στη χώρα σου ενάντια στον καπιταλισμό» συνέχισε ο φίλος.
«Θα ήθελα το πάθος σου αυτό να το έδειχνες στο κρεβάτι» είπε εκείνη.
Εκείνος δεν απάντησε. Έκανε πως μιλάει με άλλους. Εκείνη το γύρισε πάλι στα πολιτικά, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του.
«Δεν σου αρέσει ο καπιταλισμός; Έχεις τηλεόραση πλάσμα;» ρώτησε τότε, σίγουρη πως όλοι έχουν μια τέτοια και προσπαθώντας να δείξει τις τάχα αντιφάσεις που έχει η καθημερινότητα των «αντικαπιταλιστών». Ότι πρέπει τάχα να ζούνε σαν αναχωρητές όσοι δεν πιστεύουν στο συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα.
«Όχι! Δεν βλέπω τηλεόραση.»
« Δεν έχεις άραγε ρούχα από το ΗΜ;»
«Όχι.»
«Που αγοράζεις τα ρούχα σου;»
«Σε παζάρια και σε βιοτεχνικές κομμούνες» απάντησε αυτός.
«Ψέματα, δεν είναι δυνατό αυτό!»
«Φυσικά δεν είναι, αφού οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έχουν μονοπωλήσει τις περισσότερες εναλλακτικές δομές. Δεν είναι δικό μας σφάλμα αυτό. Απλά θα πρέπει να τις καταστρέψουμε και να εφεύρουμε νέες δομές.»
«Βλακείες! Εγώ είμαι δημοσιογράφος και γνωρίζω καλά για τι πράγμα μιλάω».
«Τι ξέρεις στ’ αλήθεια; Ότι φταίει ο κόσμος; Που βασίζεις τη γνώση σου; Επειδή μίλησες με κάποια υψηλά ιστάμενα πρόσωπα; Τι ξέρεις στ’ αλήθεια; Προπαγανδίζεις στη χώρα σου εκείνα που το σύστημα θέλει να ξέρει ο κόσμος. Δεν ενημερώνεις. Υπαγορεύεις. Με ποιό δικαίωμα άραγε μπορείς εσύ να μιλάς για την κατάσταση άλλων χωρών, όταν η ίδια αμφισβητείς το δικαίωμα ύπαρξης άλλων ανθρώπων στη δική σου χώρα;»
«Δεν υπάρχουν δικαιώματα! Τα παράσιτα δεν μπορούν να μιλούν για δικαιώματα! Και τι έχεις άραγε να πεις για τις αδήλωτες πισίνες στην Ελλάδα;»
«Εγώ δεν έχω πισίνα. Αυτοί που τις έχουν είναι εκείνοι που λένε όσα λες κι εσύ, εκείνοι που είναι ενάντια στους φόρους.

Την άφησαν και έφυγαν. Την είδαν μακριά να χαμουρεύεται με έναν από την παρέα της. Ο συμπατριώτης της την πλησίασε και της είπε: «Η γειτονιά αυτή έχει άλλη ιστορία. Δε χωράει ρατσιστές. Έχει τόσα άλλα μέρη για γιάπηδες, γιατί δεν πάτε εκεί;»
Εκείνη και οι φίλοι της έγνεψαν αόριστα μα δειλά.

Έπειτα εκείνη ξαναήρθε σε αυτούς.
«Για πλάκα τα έλεγα» έκανε. «Έχω ζήσει σε πολλά μέρη του κόσμου».
Έπειτα: «Είμαι καλή στη δουλειά μου. Βγάζω ένα εκατομμύριο το χρόνο. Δουλεύω συνέχεια. Στη χώρα αυτή υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να δουλεύουν. Άνθρωποι που δεν θα δούλευαν σε σούπερ μάρκετ.»
«Και τι τα χρειαζόμαστε τα σούπερ μάρκετ;»
«Δεν είναι συζήτηση αυτή!»
«Αν απέλυαν εσένα από τη δουλειά σου, θα πήγαινες να εργαστείς σε σούπερ μάρκετ;»
«Δε θα με απολύσουν γιατί είμαι καλή στη δουλειά μου.»
«Αν έκλεινε η επιχείρηση;»
«Έχω καλές συστάσεις και θα έβρισκα αλλού.»
«Δε θα πήγαινες όμως σε σούπερ μάρκετ.»
«Αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να έχεις όρεξη να εργαστείς. Να κάνεις θυσίες και να αγαπάς τη δουλειά σου.»
«Λίγο δύσκολο να αγαπάς τη δουλειά του σούπερ μάρκετ.»
«Αν δε σου αρέσει να ψάξεις να βρεις καλύτερη. Όχι να ζεις με τους δικούς μου φόρους. Αυτοί όλοι που είναι επαγγελματίες άνεργοι θεωρώ ότι με κλέβουν. Κλέβουν από την τσέπη μου!» είπε ωρυόμενη. «Δεν υπάρχουν δικαιώματα!» αναφώνησε πανηγυρικά σα να ήταν η μεγαλύτερη σοφία και συνάμα ελευθερία της η αντιδραστική εκείνη φράση «τα εργατικά δικαιώματα είναι ανήθικα, είναι θεσμοποιημένη κλοπή, είναι πραξικόπημα των τεμπέληδων!». Όσο συνέχιζε να ξεστομίζει με ιδεολογική τύφλωση σκατά, έτοιμη να αλώσει τον κόσμο – το σύμπαν ολόκληρο – οι φίλοι αποχώρησαν επιδεικτικά, κοιτάζοντας την με απέχθεια για την υποκρισία και την απανθρωπιά που έδινε παράσταση. Η χώρα της ήταν αυτό που ήταν γιατί δεν άφηνε τον κόσμο να πεθαίνει με δική του ευθύνη.
Ευθύνη… μεγάλη λέξη. Και γιατί να αναλάβει το κράτος την ευθύνη; Ποιά ευθύνη αναλαμβάνει άραγε το κράτος. Όποια κι αν είναι η κριτική, για το κοινωνικό κράτος κάποτε πολέμησε κόσμος. Ήταν για το κοινό καλό, ήταν μια αρχή. Δυστυχώς έληξε το πράγμα γιατί παρά τις προθέσεις, αναδύθηκαν σκάρτοι που αποφάσισαν κάτι άλλο που δεν αφορά τους πολλούς. Δυστυχώς, η χώρα της είχε φτιάξει ανθρώπους σαν και αυτήν, κακομαθημένους από τις ανέσεις. Η χώρα της υποτροπίαζε.
Το άτομο, η κοινωνία, το κράτος. Ανοιχτά ζητήματα. Η ελευθερία, η ιδιοκτησία, τα όρια. Οι νεκροί κάθε χώρας, και εκείνοι που μόχθησαν για τις επόμενες γενιές έχασκαν αμίλητοι στο νου όσων κάτι είχαν ακούσει για αυτούς, αμίλητοι όπως όλοι οι εκμεταλλευόμενοι άνθρωποι. «Γαμήσου με το εκατομμύριο σου, κουφάλα.
Τράβα γαμήσου με τους γιάπηδες που ήρθες εδώ αναζητώντας να γαμηθείς με εξωτικά θηρία» της είπε γυρνώντας, όσο εκείνη χλόμιαζε όπως χλομιάζουν από το κακό τους τα κακομαθημένα που δεν πετυχαίνουν εκείνο που θέλουν.

(απόσπασμα από το αφήγημα ‘Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής’ (Nησίδες, 2012))

 

Τα προηγούμενα μέρη της ενότητας ‘έτσι τον καταντήσανε τον Έλληνα’, μπορούν να βρεθούν εδώ:

1, 2, 3

Leave a comment