Tελευταίες σκέψεις (για τώρα)

Οι χρονιές τελευταία περνούν γρήγορα. Μεγαλώνουμε κι όμως μοιάζει να είμαστε στάσιμοι. Γίνεται τότε φανερό ότι ο χρόνος δεν είναι αρκετός, έστω κι αν απλώνεται συχνά τεράστιος στην αναμονή, σαν αίθουσα φυλακής.

Όταν γυρνάω, η Θεσσαλονίκη πότε μου φαίνεται όμορφη, πότε πανάσχημη. Αυτή τη φορά μου φάνηκε όμορφη, ενώ το προηγούμενο καλοκαίρι, μου φάνηκε οικτρή. Οι χρόνοι της βέβαια, στους χρόνους της κρίσης, είναι ανισόρροποι και υπακούν σε μια μη-λογική, τελείως παράλογη από κάθε άποψη. Είναι πιθανό η χώρα να βυθιστεί σε ιστορικά σκοτάδια και ανυποληψία που θα διαρκέσει πολύ. Πολλοί θέλουν να φύγουν, κάποιοι δεν μπορούν, άλλοι δεν τολμούν. Άλλοι θέλουν να γυρίσουν μα δεν γνωρίζουν το πώς. Κάποιοι καταφέρνουν να ζουν αξιοπρεπώς. Άλλοι αγωνίζονται για τους ίδιους και για τους πολλούς, άμεσα και έμμεσα.

Η εποχή του χρόνου με τα χλωμά της χρώματα και τα φύλλα, το διαπεραστικό φως λευκών χειμωνιάτικων λιακάδων, οι πεζοδρομήσεις του Μπουτάρη, τα αθάνατα της μνημεία, τα σωζόμενα μεγαλειώδη κτήρια της, δίνουν μια επιφανειακή ευχάριστη όψη στον ταξιδιώτη. H εικόνα του τρούλου της Αγίας Σοφίας ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων, από την Παύλου Μελά, την Σβώλου, και από την Ικτίνου στο ύψος της Τσιμισκή. Η εικόνα της Ροτόντα από το βάθος της Φιλίππου. Πριν δέκα χρόνια που έμενα εδώ, και ήμουν περίπου όπου βρίσκομαι και τώρα, στην αιώνια επιστροφή μιας αποσπασματικής μέρας της μαρμότας, η πόλη ήταν αδιέξοδη και οικτρή, παρά τις φανφάρες της Ολυμπιάδας, τότε.

Τα μέρη αλλάζουν, τα στέκια κλείνουν και μετονομάζονται. Περισσότερες ταβέρνες, περισσότερες καφετέριες. Περισσότερα ανέμπνευστα και άβολα “ίδια”.  Τα πρόσωπα παραμένουν, ευτυχώς! Τα αγαπημένα πρόσωπα. Κι έτσι υπάρχει ελπίδα. Οι δρόμοι επίσης παραμένουν. Αγαπημένοι και μισητοί. Γεμάτοι πρόσωπα και στιγμές που η μοναξιά φέρνει πίσω.Οι δρόμοι που ανοίγουν δρόμους, οι ανεξάντλητοι δρόμοι με τις ανεξάντλητες ματιές και τις ανεξίτηλες γραμμές. Εδώ παραμένουν τα βήματα του Αναγνωστάκη, του Χειμωνά, του Χικμέτ, του Ιωάννου, του Πετζίκη, των παππούδων, των γονέων, των φίλων, των συντρόφων μας. τα δικά μας χνάρια.

Για την ώρα αδυνατώ να δώσω επίλογο. Μείνανε όμως οι ελπίδες. Οι ίδιες ελπίδες, που στήνουν γέφυρες στο χρόνο, στον τόπο, για μας, για όλους.

Κάποτε να ξαναγυρίσουμε.

Leave a comment